- μωρή
- μωρόςdullfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τιμωρῇ — τῑμωρῇ , τιμωρέω to be an avenger pres subj mp 2nd sg τῑμωρῇ , τιμωρέω to be an avenger pres ind mp 2nd sg τῑμωρῇ , τιμωρέω to be an avenger pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιτιμωρῇ — ἀντιτιμωρέομαι avenge oneself on pres subj mp 2nd sg ἀντιτιμωρέομαι avenge oneself on pres ind mp 2nd sg ἀντιτῑμωρῇ , ἀντιτιμωρέομαι avenge oneself on pres subj mp 2nd sg ἀντιτῑμωρῇ , ἀντιτιμωρέομαι avenge oneself on pres ind mp 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρός — ή, ὁ (ΑΜ μωρός, ά, όν, Α αττ. τ. μῶρος, ον, Μ και ἄμωρος, ον) 1. (και ως ουσ. για πρόσ.) ανόητος, κουτός, άμυαλος, ελαφρόμυαλος 2. (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει μωρία ή προέρχεται από μωρία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μωρό (μτφ) … Dictionary of Greek
καμπάνα — Κρουστό ηχητικό όργανο, που αποτελείται από ένα κοίλο σώμα με χαρακτηριστική μορφή, συνήθως από μπρούντζο (περίπου 80% χαλκό και 20% κασσίτερο, ενώ ίχνη από άλλα μέταλλα δίνουν στον ήχο της ειδικούς τόνους). Η κ. αρχίζει να δονείται παλμικά, όταν … Dictionary of Greek
ποδιά — η, Ν 1. περίζωμα, κομμάτι υφάσματος, δέρματος, πλαστικού που καλύπτει το μπροστινό μέρος τού σώματος, από το στήθος ή τη μέση ώς τα γόνατα, και δένεται πίσω με ζώνη, για να προστατεύει από λερώματα κατά την ώρα τής εργασίας (α. «ποδιά τής… … Dictionary of Greek
Μπατάιγ, Ανρί — (Henri Bataille, Νιμ 1872 – Ριέιγ Μαλμεζόν 1922). Γάλλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Τα θεατρικά του έργα είχαν μεγάλη επιτυχία χάρη στη λεπτολόγο και συχνά έντεχνη και εμπεριστατωμένη ανάλυση της νευρωτικής ψυχολογίας, σε περιπτώσεις… … Dictionary of Greek